- ψυχροποσίαν
- ψυχροποσίᾱν , ψυχροποσίαa drinking of cold waterfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχροποσία — η, ΝΜΑ [ψυχροπότης] πόση κρύου νερού και, γενικά, κρύων ποτών («τοῑς ἀκράτως ἔχουσι πρὸς ψυχροποσίαν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek